γυφτοχώρι — το 1. συνοικία γύφτων 2. χωριό φτωχών και βρόμικων κατοίκων … Dictionary of Greek
γυφτοχώρι — το 1. χωριό γύφτων. 2. μτφ., χωριό φτωχό και βρόμικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)